- Ἀθώους
- Ἄθῳοςmasc acc plἈθῶοςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀθῴους — Ἄθῳος masc acc pl Ἀθῷος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθῴους — ἀθῴ̱ους , ἀθῷος scot free masc/fem acc pl ἀ̱θῴους , ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀθῳόω to hold guiltless imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безвиньныи — (23) пр. 1.Невиновный: аште не прѣже своихъ винъ очистѩтьсѩ... преже даже безвиньны себе покажють нанесеныихъ имъ винъ. (ἀϑῴους) ΚΕ XII, 27а; адамъ възложивъ виноу на ѥвгоу и ѥвга възлагающи на змию. и ни ѥдинъ же бо ѡ(т) нихъ ˫ако безвиненъ безъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
ξεθυμαίνω — (Μ ξεθυμαίνω) νεοελλ. 1. (για αιθέρια έλαια) μεταβάλλομαι σε αέριο, εξατμίζομαι («μην ανοίγεις τα αρώματα γιατί θα ξεθυμάνουν») 2. (για υγρά ή στερεά τα οποία περιέχουν πτητικές ουσίες) αποβάλλω, χάνω τις ουσίες μου με εξάτμιση, χάνω τη σπιρτάδα… … Dictionary of Greek
σαμάρι — Ημιορεινός οικισμός (117 κάτ., υψόμ. 290 μ.), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σωτήρας. * * * το, Ν 1. εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη τών υποζυγίων και χρησιμεύει ως κάθισμα τού αναβάτη ή για στερέωση… … Dictionary of Greek
σκατό — το, Ν 1. ανθρώπινο ή ζωικό περίττωμα, κόπρανο 2. μτφ. παιδί άπραγο, άμαθο («μια σταλιά σκατό και σού κάνει τον έξυπνο») 3. στον πληθ. «σκατά» χυδαία αναφώνηση αγανάκτησης ή οργίλης άρνησης 4. φρ. «σκατά κι απόσκατα» λέγεται για πράγματα που είναι … Dictionary of Greek
Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek